- αρρενομανής
- ης, ες1) см. ανδρομανής; 2) см. αρσενοκοίτης
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρρενομανής — ἀρρενομανής, ο (Α) αυτός που τρελαίνεται για άντρες, για σαρκική σχέση μαζί τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + μανής < μαίνομαι (πρβλ. ανδρομανής, γυναιμανής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
άρρην — εν (AM ἄρρην και ἄρσην εν) 1. ο αρσενικός 2. ο ανδρικός, ο γενναίος 3. ο ισχυρός 4. ως ουσ. αυτός που ανήκει στο αρσενικό γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του άρσην*, με αφομοίωση. ΠΑΡ. αρχ. αρρενικός, αρρενώ, αρρενώδης (αρχ. μσν.) αρρενότης. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek